σκαρίφημα
German (Pape)
[Seite 889] τό, = σκάριφος, bei Schol. Ar. Nub. 620 Erkl. von σκαλάθυρμα.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σκαριφῶμαι
νεοελλ.
1. ελαφρό και πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο, σκίτσο
2. παλαιότερη ονομασία του χρονογραφήματος, αλλ. σκαλάθυρμα
μσν.-αρχ.
ξύσιμο, σκαριφησμός.