σκιάξιμο

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιάζω (II), εκφοβισμός, τρόμαγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα του σκιάζω (ΙΙ) «φοβίζω» + κατάλ. -ιμο (πρβλ. κράξιμο)].