σκιτζής
Greek Monolingual
και σκιντζής, ο, Ν
1. αυτός που επιδιορθώνει παλιά ρούχα και παπούτσια, μπαλωματής
2. μτφ. α) αδαής, αδέξιος επαγγελματίας
β) άνθρωπος πεπαλαιωμένων μεθόδων και αντιλήψεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskici «παλαιοπώλης, μπαλωματής»].