η, Ν1. ζάλη, σκοτοδίνη2. μτφ. συνεχής ενόχληση, μπελάς, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα («έχει ένα σωρό σκοτούρες η δόλια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. -ούρα (πρβλ. χασούρα)].