σκοτούρα

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζάλη, σκοτοδίνη
2. μτφ. συνεχής ενόχληση, μπελάς, δυσάρεστη και επίμονη φροντίδα («έχει ένα σωρό σκοτούρες η δόλια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. -ούρα (πρβλ. χασούρα)].