σμήξη

Greek Monolingual

η / σμῆξις, -ήξεως, ΝΑ σμήχω
νεοελλ.
ναυτ. εργασία για αφαίρεση τών υδάτων που μένουν στο κατάστρωμα μετά το πλύσιμό του
αρχ.
1. καθαρισμός («σμήξει τε ὀδόντων καὶ ὀνυχισμῷ», Στράβ.)
2. πλύσιμο με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή
3. σκούπισμα.