σμηκτρίδα

Greek Monolingual

η / σμηκτρίς, -ίδος, ἡ, ΝΑ
(ενν. γη) νεοελλ. άλλη ονομασία του σμηκτίτη
2. είδος χώματος ή πηλού που χρησίμευε για καθαρισμό ενδυμάτων, σαπουνόχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμήχω + επίθημα -τρίς (πρβλ. ψηκτρίς)].