σουμπλιμέ
Greek Monolingual
το, και σουμπλιμές, ο, Ν
(φαρμ.) κοινή ονομασία του διχλωριούχου αργύρου, χημικής ένωσης με αντισηπτικές, αντιπαρασιτικές και αντισυφιλιδικές ιδιότητες, αλλ. άχνη υδραργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sublime «άχνη, εξάχνισμα, σκόνη υδραργύρου», μτχ. του ρ. sublimer < λατ. sublimo «σηκώνω, μετεωρίζω»].