σοφουργός

Greek (Liddell-Scott)

σοφουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ σοφῶς, ὁ δεξιῶς ἐργαζόμενος, «μαστορικά», Ἀνθ. Π. 1. 106· ― ὡσαύτως σοφουργικός, ή, όν, ἁρμόδιος πρὸς τοῦτο, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που εργάζεται επιδέξια, με μαστοριά («τοῦ σοφουργοῦ Μιχαήλ τὴν εἰκόνα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἱερουργός].

Russian (Dvoretsky)

σοφουργός: искусный Anth.