σπειρίον
English (LSJ)
τό, Dim. of σπεῖρον,
A light summer garment, X.HG4.5.4.
II Dim. of σπεῖρα 1.8, base-moulding of a column, Hero Aut.3.1.
III (cf. σπεῖρα 1.3 fin.) ring-shaped mat, ἐξ ἀρτεμισίας PMag.Par.1.1088, cf. 1096.
German (Pape)
[Seite 919] τό dim. von σπεῖρον, Xen. Hell. 4, 5, 4, von leichten Sommerkleidern.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite bande de toile, vêtement léger.
Étymologie: σπεῖρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπειρίον -ου, τό [σπεῖρον] demin. licht zomerkleed.
Russian (Dvoretsky)
σπειρίον: τό летняя накидка, легкое платье Xen.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α σπεῖρα
μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα.
(II)
τὸ, Α
μικρό σπεῖρον, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. της λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση της λ. σε σείρια (< Σείριος)].
Greek Monotonic
σπειρίον: τό, υποκορ. του σπεῖρον, ελαφρύ, θερινό ένδυμα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σπειρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπεῖρον, ἐλαφρόν, θερινὸν ἱμάτιον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σπεῖρα (8), ἡ βάσις κίονος, Ἥρων Αὐτοματ. 246C.
Middle Liddell
σπειρίον, ου, τό, [Dim. of σπεῖρον
a light, summer-garment, Xen.
Léxico de magia
τό tapete de forma circular usado para ponerlo debajo de una lámpara ἐν δὲ τῷ μέσῳ τοῦ X ἀπόδησον σπειρίον ἐξ ἀρτεμισίας μονοκλώνου en el medio de la X fija un tapete de forma circular hecho de artemisa de un solo tronco P IV 1088 ἐπίθες (τὸν λύχνον) ἐν μέσῳ ἐπὶ τὸ σπειρίον coloca la lámpara en el medio, sobre el tapete P IV 1095