σπερμολογικός

English (LSJ)

σπερμολογική, σπερμολογικόν, like a σπερμολόγος III, frivolous, περίεργα καὶ σ. Id.2.664a.

German (Pape)

[Seite 920] ή, όν, von der Art eines σπερμολόγος, schmarotzerartig, possenhaft; καὶ περίεργος, Plut. Symp. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de parasite, de bouffon.
Étymologie: σπερμολόγος.

Russian (Dvoretsky)

σπερμολογικός: бессодержательный, пустой (περίεργος καὶ σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σπερμολογικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς σπερμολόγον (ΙΙ), ἀνόητος, τὰ σπ. καὶ περίεργα Πλούτ. 2. 664Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπερμολογικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σπερμολόγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπερμολογία.