пустой
From LSJ
σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine
Russian > Greek
χαμαιπετής, κοῦφος, ἀποφώλιος, ἐτωσιος, σπερμολογικός, πέρπερος, ἀνεμώλιος, κοῖλος, πειναλέος, μεταμώνιος, ὑπηνέμιος, ὑπανέμιος, ἀνεμιαῖος, μέλεος, ἀνέξοδος, ἀμύκητος, ἄκνισος, ἀνερμάτιστος, ἄκραντος, ἀκράαντος, ἀνωφελής, πτηνός, πτανός, φλοιώδης, μαψίδιος, μάταιος, ληρώδης, κενόφρων, ἠλέματος, ἀλέματος, κενός, κενεός, κοιλωπός, διάκενος, χαῦνος, σπερμολόγος, κωφός, κενεόφρων, σαθρός, μετάρσιος, παλαιός