σπιτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν σπίτι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι
2. αυτός που παρασκευάζεται στο σπίτι, σπιτήσιος («σπιτικά γλυκά»)
3. αυτός που ανήκει στην ίδια οικογένεια, συγγενικός
4. το ουδ. ως ουσ. το σπιτικό
α) οικογένεια (α. «είναι από παλιό σπιτικό» β. «τιμημένα σπιτικά»)
β) διαχείριση, οικιακή οικονομία («δεν ξέρει να κρατήσει σπιτικό»).
επίρρ...
σπιτικά
οικογενειακά, με τους ανθρώπους του σπιτιού.