οικονομία

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἰκονομία)
1. η διαχείριση τών εσόδων και εξόδων του σπιτιού
2. η σκόπιμη διάταξη τών μερών ενός λογοτεχνικού έργου, η δομή, η αρχιτεκτονική (α. «η οικονομία του δράματος» β. «σκηνική οικονομία» — η διάρθρωση τών σκηνών και τών διαλόγων του θεατρικού έργου σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αληθοφάνειας και της αναγκαιότητας
γ. «ὁρῶμεν δὲ καὶ ποιητὰς... ταῖς οἰκονομίαις καὶ τοῖς ἤθεσιν ἄγειν καὶ κινεῖν ἀκροατὰς φιλοτεχνοῦντας», Πλούτ.)
3. φρ. α) «θεία οικονομία» ή, απλώς, «οικονομία» — το όλο σχέδιο του θεού για τη σωτηρία του κόσμου
β) «εκκλησιαστική οικονομία» — εκκλησιαστική αρχή η οποία προσδιορίζει τις βασικές προϋποθέσεις ποιμαντικής παρέμβασης της κανονικής αυθεντίας της Εκκλησίας για την εύρυθμη λειτουργία ενός εκκλησιαστικού σώματος ή μιας ομάδας πιστών ή ενός πιστού μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης πνευματικής αποστολής
νεοελλ.
1. το σύνολο τών παραγωγικών σχέσεων που υπάρχουν σε μία δεδομένη κοινωνία
2. το σύνολο τών ενεργειών του ατόμου ως μέλους της κοινωνίας για την εξασφάλιση τών υλικών αγαθών
3. φειδωλή χρήση, αποφυγή τών περιττών δαπανών, της σπατάλης (α. «πρέπει να κάνουμε οικονομία γιατί θα πεινάσουμε» β. «οικονομία δυνάμεων»)
4. στον πληθ. οι οικονομίες
τα χρήματα που αποταμιεύει κάποιος για στοιχειώδεις ανάγκες κάνοντας περικοπή μέρους τών καθημερινών δαπανών («με τις οικονομίες του θα αγοράσει ένα μικρό διαμέρισμα»)
5. φρ. α) «αγροτική οικονομία» — ο τομέας της οικονομικής δραστηριότητας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την αγροτική παραγωγή
β) «ανεπτυγμένη οικονομία» — η οικονομία που βρίσκεται σε ικανοποιητικό στάδιο εξέλιξης ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα του πληθυσμού και τη διάρθρωση της παραγωγής, γ) «ανοιχτή οικονομία» — η οικονομία που έχει συναλλακτικές σχέσεις με άλλες οικονομίες
δ) «δημόσια οικονομία» — η οικονομία της οποίας φορέας είναι το δημόσιο, δηλ. το κράτος, οι δήμοι και οι κοινότητες, η εκκλησία, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί και οι αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες, σε αντιδιαστολή με την ιδιωτική οικονομία
ε) «δυναμική οικονομία» — η οικονομία που μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου ποσοτικά και ποιοτικά, χωρίς να εμφανίζει στασιμότητα
στ) «εθνική οικονομία» — το σύνολο τών οικονομικών κλάδων μιας χώρας στο οποίο συμπεριλαμβάνεται τόσο η σφαίρα της παραγωγής όσο και η σφαίρα τών υπηρεσιών
ζ) «ελεύθερη οικονομία» — το οικονομικό σύστημα στο οποίο επιτρέπεται η ελεύθερη δράση της ιδιωτικής επιχείρησης, υπάρχει ανταγωνισμός και ελεύθερη αγορά και αναγνωρίζεται η ιδιοκτησία
η) «ιδιωτική οικονομία» — η οικονομία της οποίας φορέας είναι οι ιδιώτες
θ) «κλειστή οικονομία» — η οικονομία που περιορίζει τις δραστηριότητες της στα εθνικά όρια, χωρίς εισαγωγές και εξαγωγές
ι) «οικονομία της αγοράς» — οικονομικό σύστημα στο οποίο ο αυτορρυθμιζόμενος μηχανισμός της αγοράς καθορίζει την παραγωγή, την κατανομή και την κατανάλωση, με αντίστοιχο περιορισμό ή ελαχιστοποίηση της παρέμβασης μιας κεντρικής συντονιστικής αρχής ή εξουσίας
ια) «πολιτική οικονομία» — η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση τών υλικών αγαθών
ιβ) «ζωική οικονομία» — τάξη και αρμονία του συνόλου τών φυσικών λειτουργιών
μσν.-αρχ.
διακανονισμός, διευθέτηση, ρύθμιση
αρχ.
1. η επιστασία του οίκου
2. η ιδιότητα του επόπτη διαχείρισης του σπιτιού
3. η διοίκηση, η διακυβέρνηση
4. το δημόσιο εισόδημα μιας πολιτείας
5. ραδιουργία, μηχανορραφία
6. συμβόλαιο ή νομικό έγγραφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκονόμος. Τη λ. δανείστηκαν πολλές ξένες γλώσσες, με αποτέλεσμα να καταστεί σχεδόν διεθνής όρος (πρβλ. αγγλ. economy, γαλλ. economic γερμ. Okonomie)].