τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, οικιακός («σπιτήσια ζεστασιά»)
2. (για εδέσματα) αυτός που κατασκευάζεται στο σπίτι, σπιτικός (α. «σπιτήσιο γλυκό» β. «σπιτήσιο ψωμί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπίτι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)).