το, Νβοτ.1. κοινή ονομασία τών ειδών φτέρης που ανήκουν στο γένος σκολοπένδριο, κν. σπληνόχορτο2. κοινή ονομασία του είδους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Teucrium polium του γένους τεύκριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + βότανο].