σπονδῖτις
English (LSJ)
ιδος, ἡ, she who makes a libation, making a σπονδή, AP6.190 (Gaet.).
French (Bailly abrégé)
ίτιδος
adj. f.
qui sert aux libations.
Étymologie: σπονδή.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
σπονδῖτις: ῐδος adj. f служащая для возлияний (σταγών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σπονδῖτις: -ίδος, ἡ, ἡ κάμνουσα σπονδήν, τῆς σπονδῆς, Ἀνθ. Π. 6. 190.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
αυτή που κάνει σπονδή («σταγόνα σπονδῖτιν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα -ῖτις (πρβλ. σεληνῖτις)].
Greek Monotonic
σπονδῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προσφέρει σπονδή, σε Ανθ.