σπρώξιμο

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπρώχνω, ώθηση, σπρωξιά
2. μτφ. α) παρακίνηση, προτροπή
β) (για άνδρα) η συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπρωξ- του αορ. έσπρωξα του σπρώχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμο)].