στέφανο

Greek Monolingual

το, Ν
1. (κυρίως στον πληθ.) τα στέφανα
γαμήλιο, νυφικό στεφάνιποιός θα τους αλλάξει τα στέφανα;»)
2. φρ. α) «καλά στέφανα»
(ως ευχή προς μνηστευμένους) με το καλό να γίνει ο γάμος
β) «κάτω από τα στέφανα» — την ώρα της γαμήλιας στέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος, με αλλαγή γένους].