σταμάτημα

Greek Monolingual

και σταμάτισμα, το, Ν σταματώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σταματώ, παύση, στάση (α. «σταμάτημα της καρδιάς» β. «σταμάτημα της μηχανής» γ. «σταμάτημα της βροχής»)
2. εξαναγκασμός σε παύση, σε στάσησταμάτημα τών ληστών από τους αστυνομικούς»)
3. παρεμπόδιση, ανακοπή, αναχαίτιση (α. «σταμάτημα της αιμορραγίας» β. «σταμάτημα της επίθεσης»).