ανακοπή

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316

Greek Monolingual

η (Α ἀνακοπή)
1. παρεμπόδιση, συγκράτηση, ανάσχεση, αναχαίτιση, διακοπή
2. Ιατρ.. Καρδιοαναπνευστική ανακοπή απότομη παύση, από οποιαδήποτε αιτία, της καρδιακής ή της αναπνευστικής λειτουργίας ή και τών δύο μαζί, με αποτέλεσμα υποξία (ελάττωση του οξυγόνου) τών ιστών του σώματος.
αρχ.
1. (για κύματα) υποχώρηση, οπισθοχώρηση, τράβηγμα
2. τα νερά που απομένουν και λιμνάζουν μετά την πλημμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνακόπτω.