v. στεάτινος.
(I)ο, ΝΑνεοελλ.βασικό πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου που αποτελεί συμπαγή μορφή του τάλκηαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «στεάτινος, πίων, σταίτινος».[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σταφυλίτης)].