στενεύω

Greek Monolingual

Ν στενός
1. κάνω κάτι πιο στενό, ελαττώνω το πλάτος του («στενεύω το φόρεμα»)
2. (για ένδυμα ή υπόδημα) ενοχλώ, στενοχωρώ κάποιον, τον κάνω να πονά («μέ στενεύουν τα παπούτσια μου»)
3. (αμτβ.) α) γίνομαι στενός («ο δρόμος στενεύει προς τα κάτω»)
β) περιορίζομαι (α. «στενεύουν τα περιθώρια δράσης του» β. «στενεύουν οι δυνατότητές του»)
4. φρ. «στενεύουν τα πράγματα» — η κατάσταση γίνεται δύσκολη.