στηθάτος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
περήφανος, αγέρωχος, αυτός που προβάλλει το στήθος του από περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κατάλ. -άτος (πρβλ. μεσάτος)].