Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
στιχόμετρο
Greek Monolingual
το, Ν (γραφ. τεχν.) αριθμημένος σε στιγμές και τετράγωνα τών δώδεκα στιγμών κανόνας για τη μέτρηση τών στίχων, του μεγέθους τών τυπογραφικών στοιχείων και τών διαστημάτων σε ένα στοιχειοθετημένο κείμενο, αλλ. στιγμόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ.<στίχος+μέτρο].