στιγμόμετρο
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
Greek Monolingual
το, Ν
1. ρολόγι ακριβείας, εφοδιασμένο με δείκτη δευτερολέπτων και τών κλασμάτων τους, το οποίο μπορεί να τεθεί σε κίνηση και να σταματήσει ακαριαία με την πίεση ενός κουμπιού, χρησιμοποιούμενο για πολύ ακριβείς μετρήσεις χρόνου
2. (γραφ. τεχν.) το στιχόμετρο
3. ναυτ. ρολόι ακριβείας, εφοδιασμένο με μηχανισμό χρονογράφου ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορεί να διακοπεί ή να αποκατασταθεί η λειτουργία του, που χρησιμοποιείται κατά τη σκόπευση του ηλίου για τον προσδιορισμό του στίγματος και κατά τη βολή τών πυροβόλων του πλοίου, αλλ. χρονόμετρο.