το, Ν1. τυφλός2. πρωτάρης σε κάτι, άπειρος3. νεοσύλλεκτος στρατιώτης4. δύστροπος και κακός άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβός + επίθημα -άδι (πρβλ. γλυκάδι, σημάδι)].