ο, θηλ. πρωτάρα και πρωταριά, Ν
1. αυτός που για πρώτη φορά κάνει ή δοκιμάζει κάτι
2. (κατ' επέκτ.) πρωτόπειρος, αρχάριος, αδέξιος
3. το θηλ. (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) αυτός που γεννάει για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρώτος + κατάλ. -άρης (πρβλ. μπροστάρης)].