στραβοπάτημα

Greek Monolingual

το, Ν στραβοπατώ
1. παραπάτημα, πάτημα κατά το οποίο δεν προσαρμόζεται το πέλμα κανονικά στο έδαφος
2. στράβωμα του παπουτσιού από αδέξιο βάδισμα
3. μτφ. σφάλμα, παρεκτροπή.