στρατηγέτης
English (LSJ)
στρατηγέτου, ὁ, = στρατηγός, SIG 588.60 (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.Philopatr.9; Cret. σταρταγέτας (q.v.): fem. στρατηγέτις, ιδος, Tz.H. 12.967.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατηγέτης -ου, ὁ [στρατηγέω] legeraanvoerder, bevelhebber, generaal.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτηγέτης: ου ὁ Luc. = στρατηγός.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτηγέτης: -ου, ὁ, = στρατηγός, Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = στρατηγία, Βυζαντ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σταρταγέτας και τ. θηλ. στρατηγέτις Α
στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ἡγέτης (πρβλ. ποδηγέτης)].