στριξ
Greek Monolingual
η / στλίξ, ΝΜ, στρίγξ, αμάρτυρος τ. ονομ. με εύχρηστη μόνον την αιτ. οτρίγγα, Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει τον χουχουριστή και τον ουραλοχούχουλα
αρχ.
1. άλλη ονομασία της γλαύκας, της κουκουβάγιας, εξαιτίας της διαπεραστικής φωνής που έχει
2. μυθ. δύσμορφο και πτερωτό ον το οποίο απομυζά το αίμα τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (πρβλ. ἴυγξ) εκφραστική της φωνής του πουλιού που συνδέεται πιθ. με τη ρίζα του τρίζω (πρβλ. λατ. strideo «τρίζω»). Αβέβαιη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το λατ. stringo «σφίγγω». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. strix, strigis και striga. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strix < νεολατ. strix < στριξ].