στρογγυλοδίνητος
English (LSJ)
[ῑ], ον, turned into a round shape, rounded, Archestr. Fr.4.11.
German (Pape)
[Seite 955] herum-, im Kreise gedreht, Archestrat. bei Ath. III, 112 a.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ἐστραμμένος εἰς σχῆμα στρογγύλον, ἐστρογγυλευμένος, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α.
Greek Monolingual
-ον, Α
συνεστραμμένος σε σχήμα στρογγυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -δίνητος) < δινῶ < δίνη), πρβλ. ηπιοδίνητος, οιστροδίνητος].