στρογγυλόπους

English (LSJ)

δίφρος, chair with round legs, IG22.1414.13 (-πος lapis).

Greek (Liddell-Scott)

στρογγυλόπους: δίφρος, ὁ ἔχων στρογγύλους πόδας, ἄξονας, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Ancien gr. inscr. in the brit. Mus. XXXII. στ. 12-13, Michaelis Parthenon σ. 297.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που έχει στρογγυλά πόδια, στρογγυλούς άξονες («στρογγυλόπους δίφρος», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δεινόπους].