στρογγυλώνω

Greek Monolingual

στρογγυλῶ, -όω, ΝΜΑ στρογγύλος
κάνω στρογγυλό κάτι, το στρογγυλεύω
αρχ.
παθ. στρογγυλοῦμαι, -όομαι
δίνω την εντύπωση του στρογγυλού, φαίνομαι στρογγυλός.