στρούθειον

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
avec ou sans μῆλον;
, coing.
Étymologie: στρουθός II.

Greek (Liddell-Scott)

στρούθειον: μῆλον, τό, εἶδος κυδωνίων, Ἀνθ. Π. 6. 252· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ μῆλον, Νικ. Ἀλεξιφ. 234, πρβλ. Διοσκ. 160· ὡσαύτως φέρεται στρούθιον (διάφ. γραφ. -ειον) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 5, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀγρ.» 1. ΙΙ. ἴδε στρουθίον ΙΙ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στρούθειος.

Middle Liddell

στρούθειον μῆλον, ου, τό,
στρούθειον μῆλον, ου, τό, a kind of quince, Anth.