συγκλαρόω

English (LSJ)

Doric for συγκληρόω.

Greek Monolingual

συγκληρόω, δωρ. τ. συγκλαρόω Α σύγκληρος
1. συνενώνω ή περιλαμβάνω σε έναν κλήρο («τούτων δὲ αὖ δίχα τεμεῖν ἕκαστον καὶ ξυγκληρῶσαι δύο τμήματα», Πλάτ.)
2. εκλέγω με κλήρο για συγκρότηση μιας αρχής
3. αστρολ. μοιράζομαι την ίδια τύχη με άλλον
4. κάνω κάποιον να συμμετέχει με κλήρο («τοὺς μὲν φθέγγεσθαι, τοὺς δὲ συγκεκληρῶσθαι σιωπῇ», Αιλ.)
5. μέσ. συγκληροῦμαι, -όομαι
μετέχω σε κλήρωση.