συγκρατέω
English (LSJ)
A hold together, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Anaximen.2; keep troops together, Plu.Phoc.12.
2 strengthen, τὰ μέλεα Aret.SD1.5.
3 hold in, keep under control, τὸ πνεῦμα D.L.6.76; ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d.
German (Pape)
[Seite 969] zusammenhalten, festhalten, beherrschen, Plut. Phoc. 12, öfter.
French (Bailly abrégé)
συγκρατῶ :
1 contenir ensemble ou solidement;
2 conserver en soi ou pour soi;
3 gouverner, conserver.
Étymologie: σύν, κρατέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κρᾰτέω bijeenhouden,. ἡ ψυχή … συγκρατεῖ ἡμᾶς de ziel houdt ons bijeen Anaximen. B 2.
Russian (Dvoretsky)
συγκρᾰτέω:
1 держать вместе, сосредоточивать (τὸ μαχιμώτατον τῆς δυνάμεως Plut.);
2 содержать в себе, обволакивать, окружать (τι Plut.);
3 удерживать в себе, задерживать, затаивать (τοὺς ἀπορρήτους λόγους Plut.).
Spanish
Greek Monotonic
συγκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, διατηρώ, βαστώ, κρατώ μαζί τα στρατεύματα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκρᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, κρατῶ ὁμοῦ, ἡ ψυχὴ σ. ἡμᾶς Πλούτ. 2. 876Α· διατηρῶ ὁμοῦ στρατεύματα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 12. 2) ὑποστηρίζω, ἐνισχύω, Ἄρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. 3) διατηρῶ, κρατῶ ἐντός, τὸ πνεῦμα Διογ. Λ. 6. 76· ἀπορρήτους λόγους... οὐ συγκρατοῦσιν Πλούτ. 2. 508D.
Middle Liddell
Léxico de magia
gobernar, mantener bajo control ref. a Helios εἰσάκουσόν μου, ..., ὁ τὰ ὅλα συνέχων καὶ ζῳογονῶν καὶ συγκρατῶν τὸν κόσμον escúchame, tú que abarcas todo, que llenas de vida y mantienes bajo control todo el cosmos P VII 530