συζώ

Greek Monolingual

συζῶ, -άω, ΝΑ
ζω μαζί με κάποιον στο ίδιο οίκημα, συμβιώνω, συγκατοικώ
νεοελλ.
ζω με άτομο του αντίθετου φύλου ως ανδρόγυνο χωρίς να είμαι νόμιμος ή νόμιμη σύζυγος
αρχ.
ζω μαζί με άλλον στην ίδια κοινωνία («τίς... τῶν οὐκ ὁρθῶν πολιτειῶν τούτων ἥκιστα χαλεπὴ συζῆν», Πλάτ.).