συζῶ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
imper. σύζηθι Philem.p.69 Demiańczuk:—
A live with, σ. τινί Ar.Fr.580, D.19.69; μετ' ἀλλήλων Arist.EN1156a27: c. dat. rei, συζῆν φιλοπραγμοσύνῃ = pass one's life absorbed in affairs, D.1.14; βίῳ αὐχμηρῷ συζῶν Luc. Salt.1; θηρίον ὕδατι συζῶν a creature living in water, Phryn.PS p.6 B.
2 abs., live together, [πολιτεία] χαλεπὴ συζῆν = difficult to live with Pl.Plt.302b, cf. Arist.EN1126b11, 1170b11, al., Pol.1278b21, 1280b38; οἱ συζῶντες = those living together Id.EN1157b7.
Greek Monolingual
συζῶ, -άω, ΝΑ
ζω μαζί με κάποιον στο ίδιο οίκημα, συμβιώνω, συγκατοικώ
νεοελλ.
ζω με άτομο του αντίθετου φύλου ως ανδρόγυνο χωρίς να είμαι νόμιμος ή νόμιμη σύζυγος
αρχ.
ζω μαζί με άλλον στην ίδια κοινωνία («τίς... τῶν οὐκ ὁρθῶν πολιτειῶν τούτων ἥκιστα χαλεπὴ συζῆν», Πλάτ.).