συλλέκτης
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και συλλέχτης, θηλ. συλλέκτρια και συλλέχτρια, Ν συλλέγω
αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («συλλέκτης οἴνου», πάπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που κάνει συλλογές ομοειδών αντικειμένων (α. «συλλέκτης γραμματοσήμων» β. «συλλέκτης ζωγραφικών πινάκων»)
2. (ηλεκτρολ.) σύστημα αγώγιμων ελασμάτων μονωμένων μεταξύ τους, αλλά συνδεδεμένων με τα τμήματα μιας περιέλιξης πάνω στα οποία προστρίβονται οι ψήκτρες ηλεκτρικής μηχανής συνεχούς ρεύματος
3. (ηλεκτρον.) ακραία περιοχή τρανζίστορ διαμορφούμενη με κατάλληλη προσθήκη ακαθαρσιών σε μονοκρυσταλλικό ημιαγωγό, γερμάνιο ή πυρίτιο
4. φρ. «ηλιακός συλλέκτης»
τεχνολ. σταθερή ή κινητή κατασκευή, ο προορισμός της οποίας έγκειται στην απορρόφηση του μέγιστου δυνατού ποσοστού της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας, την οποία μετατρέπει σε θερμότητα ή σε ηλεκτρισμό.