συμπαρατάσσω

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. συμπαρατάττω Α παρατάσσω
μέσ. συμπαρατάσσομαι
μάχομαι στην ίδια γραμμή
νεοελλ.
μέσ. α) συνεργάζομαι, συμμαχώ άτυπα εναντίον κάποιου ή για να αντιμετωπίσω κάποιον ή κάτι
β) συμμερίζομαι τις απόψεις κάποιου
αρχ.
παρατάσσω μαζί, τοποθετώ στην ίδια διάταξη.