συνεργάζομαι

English (LSJ)

A fut. -άσομαι S.Ant.41:—work with, co-operate, l.c., Arist.GA753a18, Thphr. Vent.21; σ. πρός τι contribute towards or to a thing, X.Cyr.7.1.33, Arist.Pr.880b23, Thphr. Lass.15; take part in a work of construction, IG7.3073.21 (Lebad., ii B.C.); εἰς ἐργάτην τὸν -αζόμενον αὐτῷ PCair.Zen.176.23 (iii B.C.); σ. μετά τινος POxy. 527.3 (iii/ii A.D.); with neut. Adj., πολλά τισι ξυνειργασμένη Luc.Dem. Enc.38, cf. Prom.Es3; ὁ Συνεργαζόμενος, title of mime by Herodas.
II in pass. sense, ἀεὶ συνεργαζομένης [γῆς].. ἐξαναχωρεῖν retires from land as it is brought under cultivation, Thphr. HP 6.3.3; γῆ συνεργασθεῖσα Id.CP3.12.1; λίθοι ξυνειργασμένοι stones wrought so as to fit together, i.e. wrought for building, ashlar, Th.1.93; ἐκ χρυσίου ξυνειργασμένος wrought of.., Luc.Gall.24; τοῦτο συνειργάσθη ἔργον was wrought, AP9.807; συνεργασθεὶς ῥοδίνῳ ὁ ἄρτος (bread poultice) ἐπιπλάττεται Lycusap.Orib.9.26.1.

French (Bailly abrégé)

I. dép. travailler ensemble :
1 aider, assister : τι en qch ; τί τινι qqn en qch;
2 servir, être utile : πρός τι à qch;
II. Pass. (au pf. συνείργασμαι) être travaillé.
Étymologie: σύν, ἐργάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εργάζομαι, Att. ook ξυνεργάζομαι samenwerken, meewerken; met dat. met iem.; met πρός + acc. helpen bij. Xen. Cyr. 7.1.33. tot een geheel verwerken: perf. pass..; λίθοι οὐ ξυνειργασμένοι stenen die niet tot een geheel waren verwerkt Thuc. 1.93.2; vervaardigen, maken. Luc. 22.24.

German (Pape)

dep. med., mit einem Andern zugleich od. zusammen arbeiten; εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσει, σκόπει, Soph. Ant. 41; helfen, beistehen, πρός τι, Xen. Cyr. 7.1.33, τινί, Pol. 34.10.13, und andere Spätere; – bearbeiten, λίθοι οὐ ξυνειργασμένοι, nicht behauene od. zu Bildsäulen verarbeitete Steine, Thuc. 1.93.

Russian (Dvoretsky)

συνεργάζομαι:
1 действовать вместе (ξυμπονεῖν καὶ ξ. Soph.);
2 содействовать, способствовать (τινι Polyb.; ἡ ὥρα συνεργάζεται Arst.): σ. τινί τι Luc. помогать кому-л. в чем-л.;
3 быть пригодным, служить (πρός τι Xen.);
4 подвергаться обработке, обрабатываться: λίθοι ξυνειργασμένοι Thuc. обтесанные камни; χρυσὸς ξυνειργασμένος Luc. золотые изделия.

Greek (Liddell-Scott)

συνεργάζομαι: μέλλ. -άσομαι, ἀποθετ., ἐργάζομαι ὁμοῦ, συμπράττω, Σοφ. Ἀντ. 41, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16· σ. πρός τι, συμπράττω, συντελῶ πρός τι, Ξενοφ. Κύρ. 7. 1, 33, Ἀριστ. Προβλ. 5. 1, 2· μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., πολλά τινι ξυνειργασμένη Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 38, πρβλ. Προμ. 3. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ παθητ. σημασίας, γῆ συνεργαζομένη, συγχρόνως καλλιεργουμένη, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 3· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν παρῳχημένοις χρόνοις, γῆ συνεργασθεῖσα ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 12, 1· λίθοι ξυνειργασμένοι, εἰργασμένοι οὕτως ὥστε νὰ συναρμόζωνται ἀλλήλοις, εἰργασμένοι πρὸς οἰκοδομήν, πελεκητοί, Θουκ. 1. 93· ἐκ χρυσοῦ συνειργασμένος, εἰργασμένος, κατεσκευασμένος ἐκ χρυσ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 21· τοῦτο συνειργάσθη ἔργον, κατεσκευάσθη, ἐποιήθη, συνετελέσθη, Ἀνθ. Π. 9. 807.

Greek Monolingual

ΝΜΑ εργάζομαι
εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση της μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.)
νεοελλ.
1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό, εφημερίδα, θίασο ή άλλο ίδρυμα
2. παρέχω σε κάποιον αμοιβαία τη συνδρομή μου για την επίτευξη συμφωνημένου στόχου (α. «συνεργαζόμενα σωματεία» β. «συνεργαζόμενα κόμματα»)
αρχ.
1. συντελώ σε κάτι («αἱ ἀσπίδες πολὺ μᾶλλον τῶν θωράκων... πρὸς τὸ ὠθεῖσθαι συνεργάζονται», Ξεν.)
2. παθ. α) κατασκευάζομαι, ολοκληρώνομαι («ἐκ χρυσίου καὶ ἐλέφαντος ξυνειργασμένος», Λουκ.)
β) (για έδαφος) σκάβομαι και καλλιεργούμαι παντού («ἵν' ὡς μάλιστα συνεργασθεῖσα, δέχηται τὸ ὕδωρ», Αριστοτ.)
γ) (για μίγμα) υφίσταμαι κατεργασία, δουλεύομαι μαζί με άλλο («συνεργασθεὶς ῥοδίνῳ ὁ ἄρτος καταπλάττεται», Ορειβ.)
3. φρ. «συνειργασμένοι λίθοι» — λίθοι πελεκημένοι, έτοιμοι να χρησιμοποιηθούν στο χτίσιμο (Θουκ.).

Greek Monotonic

συνεργάζομαι: μέλ. -άσομαι· αποθ.·
I. εργάζομαι μαζί, συμπράττω, συνεργώ, σε Σοφ.· συνεργάζομαι πρός τι, συνεισφέρω, συντελώ, συμπράττω σε κάτι, σε Ξεν.
II. αόρ. αʹ -ειργάσθην, παρακ. -είργασμαι, με Παθ. σημασία· λίθοι ξυνειργασμένοι, πέτρες κατειργασμένες ώστε να συναρμόζονται μεταξύ τους στις οικοδομικές εργασίες, πελεκητές πέτρες, σε Θουκ.· συνειργάσθη ἔργον, συντελέστηκε, εκτελέστηκε, ήλθε εις πέρας, περατώθηκε, τελείωσε, ολοκληρώθηκε, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. -άσομαι
Dep.
I. to work with, cooperate, Soph.; ς. πρός τι to contribute towards or to a thing, Xen.
II. aor1 -ειργάσθην, perf. -είργασμαι in pass. sense, λίθοι ξυνειργασμένοι stones wrought so as to fit together, i. e. in ashlar-work, Thuc.; συνειργάσθη ἔργον it was wrought, Anth.