συμμαχώ

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

συμμαχῶ, -έω, ΝΜΑ σύμμαχος
συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος
νεοελλ.
μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον του καινούργιου κυβερνητικού νομοσχεδίου»)
αρχ.
1. βοηθώ, συντρέχω
2. φρ. «οὐ ξυμμαχῶ ἀλλὰ ξυναδικῶ» — συνασπίζομαι όχι για πόλεμο αλλά για να συμπράξω σε κακούργημα.