συμπαρεδρεύω
English (LSJ)
A sit beside, τοῖς ἀθανάτοις Sch.Luc.DMort.1.1.
2 of planets, to be situated together, τῷ δεσπόζοντι τῶν Χρόνων Nech. ap. Vett.Val.291.20.
German (Pape)
[Seite 985] mit od. zugleich Beisitzer sein, dabei sitzen, Luc. Navig. 31, l. d.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρεδρεύω: сидеть вместе или рядом (Luc. - v.l. συμπάρειμι I).
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρεδρεύω: παρακάθημαι ὁμοῦ, τοῖς ἀθανάτοις Σχόλ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1, 1, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετάφρ. 2, 485, κλπ.
Greek Monolingual
Α συμπάρεδρος
1. κάθομαι δίπλα σε κάποιον
2. (για πλανήτη) βρίσκομαι στην ίδια θέση με άλλον
3. σχετίζομαι με κάτι, ανήκω ή αφορώ σε κάτι.