συνέκδικος

English (LSJ)

ὁ, fellow-ἔκδικος, Inscr.Prien.111.129 (i B.C.), Supp.Epigr.4.230 (Mylasa).

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που είναι επίσης ἔκδικος, νομικός εκπρόσωπος της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔκδικος «υπερασπιστής, πληρεξούσιος»].