συνένωση

Greek Monolingual

η / συνένωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[συνενῶ, -ώνω]]
ένωση δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σε ένα ενιαίο σύνολο
νεοελλ.
1. βιολ. α) κατηγορία στην ταξινόμηση τών βιοκοινωνιών στα συστήματα μελέτης συγκεκριμένων τόπων
β) (γενικά) μεγάλη συγκέντρωση οργανισμών σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου κυριαρχούν ένα ή δύο είδη, ή ομάδα φυτών που φύονται μαζί και σχηματίζουν μια μικρή μονάδα φυσικής βλάστησης
2. φρ. «χρωμοσωμική συνένωση»
βιολ. ένωση δύο χρωμοσωμάτων με τα κεντρομερή τους.