συναναγιγνώσκω

English (LSJ)

read together, ib.180d; τισι ib.97a, cf. Gal.18(2).321:—Pass., Phot.Bibl.p.145 B., al.

German (Pape)

[Seite 999] (s. γιγνώσκω), mit oder zugleich lesen, Plut. de amic. mult. z. E.

French (Bailly abrégé)

lire avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναγιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναγιγνώσκω samen (met...) (op)lezen, tegelijk (met...) lezen; met acc. en dat. iets met iem.

Russian (Dvoretsky)

συναναγιγνώσκω: и συναναγῑνώσκω одновременно или вместе читать (τινί τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συναναγιγνώσκω: ἀναγινώσκω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 180D· τινὶ αὐτόθι 97Α κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ, και συναναγινώσκω Μ
διαβάζω κάτι σε συνεργασία με άλλους(«φιλολόγους συναναγιγνώσκοντας», Πλούτ.)
μσν.
διαβάζω κάτι μεταξύ τών άλλων, μαζί με άλλα.