συναναδέχομαι
English (LSJ)
undertake together, τὸν κίνδυνον Plb.16.5.6.
German (Pape)
[Seite 999] (s. δέχομαι), mit, zugleich auf- oder über sich nehmen, τὸν ἐνεστῶτα κίνδυνον εὐψύχως Pol. 16, 5, 6.
Russian (Dvoretsky)
συναναδέχομαι: совместно принимать на себя: σ. τὸν κίνδυνον εὐψύχως Polyb. храбро разделить опасность (с кем-л.).
Greek (Liddell-Scott)
συναναδέχομαι: ἀποθ., ἀναδέχομαι, ἀναλαμβάνω ὁμοῦ, συναναδεξαμένου τὸν ἐνεστῶτα κίνδυνον εὐψύχως Πολύβ. 16. 5. 6.
Greek Monolingual
Α
αναλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναδέχομαι «αποδέχομαι, αναλαμβάνω»].