συνεκλείπω

English (LSJ)

vanish with or also, Str.10.2.12, Plu.2.415f,777a, al., Gal.12.412; Νομᾷ.. ἐν εἰρήνῃ τὴν Ῥώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε ended with his life, Plu.Comp.Lyc.Num.4.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich ausbleiben; Strab. 10, 2, 12; Plut. de defect. orac. 11 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

faire défaut en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκλείπω.

Russian (Dvoretsky)

συνεκλείπω: одновременно прекращаться, вместе кончаться (ἅμα τινί Plut.): ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην ὑπάρχειν συνεξέλιπε Plut. (вместе с Нумой) окончилось мирное существование Рима.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκλείπω: ἐκλείπω ὁμοῦ, Στράβ. 455· τινί, μετά τινος, Πλούτ. 2. 777Α, κτλ.· Νουμᾷ συνεξέλιπεν ἐν εἰρήνῃ τὴν Ρώμην εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Συγκρ. 4.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐκλείπω
αφήνω τη ζωή συγχρόνως με κάτι άλλο, εκλείπω συγχρόνως («τῷ χωρισμῷ τοῦ φωτὸς καὶ ἡ ζωὴ αὐτῆς συνεξέλιπεν», Γρηγ. Νύσσ.).