εκλείπω
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Greek Monolingual
(AM ἐκλείπω)
1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» — ο νεκρός
β. «οι εκλιπόντες» — οι νεκροί)
2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῖρε δι' ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει»)
3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη
μσν.
κατακρατώ
αρχ.
1. παραλείπω, αποσιωπώ
2. εγκαταλείπω
3. αφήνω κάτι ατέλειωτο
4. απομακρύνομαι, φεύγω
5. (για τόπο κατά τη διάρκεια ταξιδιού) προσπερνώ, δεν σταματώ
6. λιποθυμώ
7. (για τον σφυγμό) διαλείπω.