συντεταμένως
English (LSJ)
Adv., (συντείνω) earnestly, eagerly, vigorously, Ar. Pl.325, Pl.Ap.23e, R.499a, Phlb.59a (in Pl. always with v.l. συντεταγμένως).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec effort.
Étymologie: de συντεταμένος part. pf. Pass. de συντείνω.
German (Pape)
adv. part. perf. pass. von συντείνω, angestrengt, heftig; Ar. Plut. 325; ζητεῖν, Plat. Phil. 59a, vulg. συντεταγμένως, wie Apol. 23e, vgl. Rep. VI.499a; δεῖσθαι, Ep. XII.338b.
Russian (Dvoretsky)
συντετᾰμένως:
1 поспешно, быстро (ἥκειν Arph.);
2 усердно, усиленно (ζητεῖν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
συντετᾰμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ συντείνω, συντόνως, μετὰ προθυμίας καὶ ζήλου, Ἀριστοφάν. Πλ. 325, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Πολ. 499Α, Φίληβ. 59Α (παρὰ Πλάτ. ἀείποτε μετὰ διαφ. γραφ. συντεταγμένως).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με προθυμία και ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταμένος του συντείνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
συντετᾰμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντείνω, με προθυμία, με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με σθένος, επίμονα, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb from part. perf. pass. of συντείνω
earnestly, eagerly, vigorously, Ar., Plat.